-
1 θύμος
I ο см. θυμάριθύμος2II ο анат. тимусθυμός3ο гнев, ярость; злобное настроение;τον έπιασε ο θυμ — его охватил гнев, он рассердился;
ξεσπάω τον θυμό μου σε κάποιον — излить свой гнев на кого-л.;
τον-κτύπησε πανό στο θυμό του — он его ударил в момент гнева
-
2 ξεσπώ
ξεσπάω (αόρ. (ε)ξέσπασα) 1. вымещать (гнев и т. п.);ξεσπάει τον θυμό του πάνω μας — он вымещает злобу на нас;
2. αμετ.1) выливаться (из лопнувшего сосуда); 2) разливаться (о реке); 3) перен. внезапно возникать, вспыхивать; разражаться; ξέσπασε επιδημία вспыхнула эпидемия; ξέσπασε μπόρα разразилась гроза; τό ακροατήριο ξέσπασε στα γέλια аудитория разразилась смехом; 4) изливать злобу, обрушиваться (на кого-л.); § ξέσπασε το κακό обрушилось несчастье, нагрянула беда;όλα αυτά θα ξεσπάσουν στο κεφάλι μας — за всё это нам придётся расплачиваться головой
См. также в других словарях:
εκχορεύω — ἐκχορεύω (Α) 1. βγαίνω από τον χορό 2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω 3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά 4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό … Dictionary of Greek
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek